Polydiene

Polydiene
n pl
полидиены

Deutsch-Russische Wörterbuch der Chemie. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Polydiene" в других словарях:

  • πολυδιένιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα πολυδιένια (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία τών πολυμερών ενώσεων διενικών μορίων, αρκετά από τα οποία αποτελούν τη βάση ελαστομερών, όπως είναι το πολυβουταδιένιο, το πολυϊσοπρένιο και το φυσικό καουτσούκ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»